- σαχλαμαρίζω
- αμετ. молоть чепуху
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαχλαμαρίζω — σαχλαμαρίζω, σαχλαμάρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σαχλαμαρίζω — Ν [σαχλαμάρα] 1. λέω ή κάνω σαχλαμάρες 2. φλυαρώ άσκοπα … Dictionary of Greek
σαχλαμαρίζω — λέω ή κάνω σαχλαμάρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδιαρίζω — συμπεριφέρομαι σαν παιδί, παιδιακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί κατά τα ρ. σε (αρ)ίζω (πρβλ. σαλιαρίζω, σαχλαμαρίζω)] … Dictionary of Greek